συνταυτιστής

συνταυτιστής
ο, Ν [συνταυτίζω]
φρ. «συνταυτιστής οπτικομηχανικής»
φυσ. οπτικό όργανο για τη δημιουργία τεχνητού στόχου σε άπειρη απόσταση, δηλαδή δέσμης παράλληλων ακτίνων φωτός, που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο και τη ρύθμιση ορισμένων διοπτρικών οργάνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”